εξουσιοδοτώ

εξουσιοδοτώ
-έω
χορηγώ σε κάποιον το δικαίωμα να ενεργήσει για λογαριασμό μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξουσία + -δοτώ (< δίδωμι, πρβλ. επι-δοτώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικό Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξουσιοδοτώ — εξουσιοδοτώ, εξουσιοδότησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξουσιοδοτώ — εξουσιοδότησα, εξουσιοδοτήθηκα, εξουσιοδοτημένος, μτβ., δίνω εξουσιοδότηση, παραχωρώ σε κάποιον την εξουσία (δικαίωμα) να κάνει κάτι για λογαριασμό μου, δικαιοδοτώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικαιοδοτώ — (AM δικαιοδοτῶ, έω) [δικαιοδότης] απονέμω δικαιοσύνη νεοελλ. εξουσιοδοτώ κάποιον, τού δίνω το δικαίωμα αρχ. (με αιτ.) διοικώ επαρχία κρατώντας και τη δικαστική εξουσία …   Dictionary of Greek

  • συνεπιστέλλω — Α [ἐπιστέλλω] 1. εξουσιοδοτώ συγχρόνως 2. αποστέλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”